- μαροκέν
- άκλ. μαροκίνο, μαροκινό[ν] τό1) выделанная козья или овечья кожа; 2) марокен (ткань)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαροκέν — το μαροκινό (βλ. μαροκινός). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maroquin «μαροκινός» < Marocco] … Dictionary of Greek
μαροκέν — το άκλ. (λ. γαλλ.), είδος μαλακού υφάσματος που μοιάζει με μαροκινό δέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)